- ἐπιπαιανίζοντες
- ἐπιπαιανίζωsing a paean overpres part act masc nom/voc plἐπιπαιᾱνίζοντες , ἐπιπαιανίζωsing a paean overpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπαιανίζω — ἐπιπαιανίζω και ἐπιπαιωνίζω (στον Ησύχ.) (Α) [παιανίζω] ψάλλω παιάνα, νικητήριο άσμα («ἐπιπαιανίζοντες καὶ ἄδοντες ὕμνον ἐπινίκιον», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek